Τὸ Σεπτέμβριο τοῦ ἔτους 1989, ἔλαβα ὑποτροφία ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Γερμανίας καὶ μετέβη στὴ Γερμανία ὡς ἐπισκέπτης μεταπτυχιακὸς φοιτητὴς στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Βόννης καὶ γράφηκα στὸ Τμῆμα (Σεμινάριο) τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Σχολῆς (Kirchenrecht Seminar) μὲ σύμβουλο τὸν καθηγητὴ Hubert Müller.
Παρακολούθησα ὅλα τὰ μαθήματα τοῦ Τμήματος καὶ ὑπέβαλα τὶς ἀπαιτούμενες φροντιστηριακὲς
ἐργασίες. Ἐπίσης ἐργάσθηκα στὶς βιβλιοθῆκες τοῦ Πανεπιστημίου καὶ σὲ ἄλλες τῆς Βόννης. Κατὰ τὴν παραμονή του στὴ Βόννη διέμεινε στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Γερμανίας, ὅπου προσέφερα γραμματειακῆς φύσεως ἐργασία κατόπιν ἀναθέσεως ὑπὸ τοῦ σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γερμανίας κ. Αὐγουστίνου. Ἐπίσης, ἤμουν ἐκ τῶν ἱδρυτικῶν μελῶν τῆς «Ὀρθοδόξου Νέολαίας
Γερμανίας» καὶ μέλος τοῦ Διοικητικοῦ της Συμβουλίου.
2. Ἀπὸ τὸ ἔτος 1994 καὶ μέχρι τὸ ἔτος 1998 ἐργάσθηκα ἐπικεφαλῆς συνεργείου στὴν Ἱ. Σκήτη Ἁγίου Ἀνδρέα τοῦ Ἁγίου Ὄρους πρὸς ταξινόμηση
τοῦ ἀρχείου της κατόπιν ἀναθέσεως τῆς ἐργασίας αὐτῆς ὑπὸ τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν διὰ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βλατάδων καὶ τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν. Τὸ ταξινομηθὲν ἀρχειακὸ ὑλικὸ εἶναι ὑψίστης σημασίας καὶ ἐκτείνεται χρονικῶς ἀπὸ τὸ ἔτος 1800 ἕως καὶ τὸ 1950 περίπου.
3. Ἀπὸ τὸ μήνα Σεπτέμβριο τοῦ ἔτους 1987 καὶ μέχρι τὸ Νοέμβριο τοῦ 1991 μετεῖχα ὡς μέλος ἐρευνητικῆς ὁμάδος στὸ ἐρευνητικὸ πρόγραμμα «Ἅγιον Ὅρος - Μακεδονία - Βόρειος Ἑλλάδα, φορέας ἑλληνικῆς πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς στὴ Βαλκανικὴ Χερσόνησο στὸ 19ο αἰώνα», τῆς Γενικῆς Γραμματείας Ἔρευνας καὶ Τεχνολογίας τοῦ Ὑπουργείου Βιομηχανίας – Ἔρευνας καὶ Τεχνολογίας, τὸ
ὁποῖο εἶχε ἐγκριθεῖ ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων καὶ τὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης καὶ ἐκπονήθηκε ἀπὸ τὸν Τομέα «Ἱστορία – Δόγμα – Διορθόδοξες καὶ Διαχριστιανικὲς σχέσεις», τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. Κατὰ τὴ διάρκεια αὐτοῦ τοῦ ἐρευνητικοῦ προγράμματος εἶχα τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπισκεφθώ ἀρκετὲς φορὲς διάφορες μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ νὰ ἐργασθεί στὰ ἀρχεῖα τους μελετώντας διάφορους χειρόγραφους κώδικες ἀλλὰ κυρίως τὰ λυτά τους ἔγγραφα τῆς ἐποχῆς τοῦ 18ου καὶ τοῦ 19ου αἰῶνος.